- τεταρτολογώ
- -έω, Α(κυρίως παθ.) τεταρτολογοῡμαι -έομαια) τιμωρούμαι για τέταρτη φορά με δήμευση τής περιουσίας μουβ) εκλέγομαι σε ένα αξίωμα για τέταρτη φορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτος+ -λογῶ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek